πλοιοκτησία

πλοιοκτησία
η судовладение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλοιοκτησία" в других словарях:

  • πλοιοκτησία — η 1. ιδιοκτησία πλοίου ή πλοίων. 2. η τάξη των πλοιοκτητών: Η πλοιοκτησία αρνείται να αυξήσει τις αποδοχές των ναυτικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοιοκτησία — η, Ν [πλοιοκτήτης] (νομ.) αυτοτελής επιχειρηματική εκμετάλλευση ενός πλοίου από τον κύριό του, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • πλουτοκτησία — η, Ν η απόκτηση πλούτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κτησία (< κτήτης < κτῶμαι), πρβλ. ιδιο κτησία, πλοιοκτησία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»